- ποκίζω
- ποκίζω, ([etym.] πόκος)A = πέκω, shear wool:—[voice] Med., shear for oneself, τρίχας ἐποκίξατο ([dialect] Dor. [tense] aor.) Theoc.5.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποκίζω — και ποκάζω Α [πόκαι] 1. κουρεύω 2. (ιδίως στο μέσ.) ποκίζομαι κουρεύω για δική μου χρήση («τίς τρίχας ἀντ ἐρίων ἐποκίξατο;», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
ποκιχθέντα — ποκίζω shear wool aor part pass neut nom/voc/acc pl ποκίζω shear wool aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποκίζεται — ποκίζω shear wool pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποκίξατο — ποκίζω shear wool aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποκάζω — Α βλ. ποκίζω … Dictionary of Greek
ποκισμός — ὁ, Α [ποκίζω] το κούρεμα τών προβάτων … Dictionary of Greek
ποκιστί — Α επίρρ. σε δέματα πόκων, δηλ. ερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποκίζω «κουρεύω» + επιρρμ. κατάλ. –τί (πρβλ. αττικισ τί)] … Dictionary of Greek